Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Λευκό χρώμα




Λευκό χρώμα παντού... Τα μάτια του το κοιτούσαν το ξανακοιτούσαν, αδυνατώντας
να προσαρμοστούν σ’ αυτό το κενό, αδιάφορο χρώμα, που έστεκε μπροστά του άδειο, ελλιπές, λες και περίμενε να ρίξει κάποιος πάνω του ένα μαγικό συστατικό, κάτι που θα του προσέδιδε ζωή.


Αυτό το λευκό όμως, παρέμενε εκεί σαν να τον κορόιδευε, σαν λευκός τοίχος που δεν μπορούσε να τον βάψει, ψυχρό, παγερό, κρύο, απροσπέλαστο, σαν ένα τείχος που υψωνόταν μπροστά του και δεν τον άφηνε να δει απέναντι, σαν τις σκέψεις του. Οι σκέψεις του πολλές φορές ήταν λευκές, σαν άγραφος πίνακας, σαν ένα γράμμα που κάποιος ξέχασε να γράψει κάτι πάνω και έμεινε ένα απλό λευκό χαρτί, σαν κάποιος να έγραφε με μια πένα χωρίς μελάνι.

Αυτό το αχνό αποτύπωμα, που προσπαθεί κάτι να πει αλλά δεν μπορεί. Ήταν μια υποσυνείδητη προσπάθεια αποφυγής του πόνου, μια προσπάθεια τεχνητής ηρεμίας και ισορροπίας, όπου η ζωή έμπαινε στον αυτόματο πιλότο; Σκέψεις που δεν σκέπτονται... Περίεργο ε; 


Και το λευκό απλωνόταν όλο πιο σιωπηλό, όλο πιο μονότονο, όλο πιο μοναχικό... Και αυτός το κοιτούσε...Άλλοτε με λαχτάρα και προσμονή, άλλοτε με αδιαφορία και ίσως κάπου κάπου με μίσος. Και τι δεν θα έδινε να έβλεπε κάτι πάνω σ’ αυτό το λευκό.

Έστω μια γραμμή, ένα σχήμα, μία τελεία. Ένα σημάδι. Κάτι που θα του έλεγε να μην τα παρατήσει. 


Ούτε ένα γράμμα δεν μπορούσε να γράψει. Ένιωθε ότι ήταν μεγάλη ιεροσυλία να γράφει ασυναρτησίες πάνω στο λευκό μόνο και μόνο για να νιώθει παρέα. Ήθελε να ξεκινήσει και να πάρουν τα δάχτυλα φωτιά. Να βλέπει σιγά σιγά μπροστά του να ξετυλίγεται αυτό το εξαίσιο θέαμα των γραμμάτων που γλιστράνε απαλά και σχηματίζουν λέξεις, φράσεις, προτάσεις, εικόνες, ήχους, μυρωδιές, ζωή.
Και να συνεχίζουν, να προχωράνε, να τρέχουν πάνω στο λευκό χρώμα, σπάζοντας επιτέλους τη μονοτονία και την απραξία του. Να του δίνουν χρώμα επιτέλους. Να γεμίζουν τα μάτια από τη μαγική τους υπόσταση, να γεμίζει και η καρδιά και το μυαλό που επιτέλους κατάφερε να τα βγάλει από εκεί που είχαν κρυφτεί και να τα απλώσει στο λευκό.

Αλλά το ήξερε βαθιά μέσα του, ότι για να ξεχυθούν οι λέξεις έπρεπε πρώτα να ξεκλειδώσει τις σκέψεις του. Τις είχε αδρανοποιήσει για καιρό, ούτως ώστε η ζωή του να προχωράει αναίμακτα. Να μην αναλύει, για να μην αγχώνεται, να μην στεναχωριέται, να μην καταθλίβεται, να μην διαλύεται.

Ίσως στην προσπάθειά του να κλειδώσει τις αρνητικές σκέψεις, είχε κλειδώσει κάθε είδους σκέψης. Ήταν πιο εύκολο έτσι, πιο βολικό. Ωστόσο, μόνο και μόνο που είχε αποφασίσει να ξαναξεκινήσει να γράφει, τουλάχιστον θα το προσπαθούσε με νύχια και με δόντια, ήταν ένα πρώτο βήμα για το ξεκλείδωμα των σκέψεων. Ήταν μία ανάγκη να έρθει σε επαφή με το βαθύτερο εγώ του και να το επεξεργαστεί εκ νέου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πληκτρολογήστε το σχόλιο σας...