Του γλύπτη Κ. Σεφερλή... Βρίσκεται στην πλατεία Τοσίτσα στην Αθήνα και απεικονίζει τη Β. Ήπειρο ως γυναίκα αλυσοδεμένη, παραπέμποντας στα μαρτύρια που έχουν υποστεί οι κάτοικοί της. |
Συνειδητοποίησε ότι είχε πλύνει τα πιάτα, όμως ένα ποτήρι είχε σπάσει. Έσκυψε να το μαζέψει. Το κομμάτι γυαλί την έκοψε βαθιά. Το αίμα που ξεπήδησε της ζωγράφισε το χέρι. Ήταν μια φευγαλέα στιγμή που αισθάνθηκε ζωντανή. Σκούπισε το χέρι της και μάζεψε λίγο την κουζίνα. Είχε ήδη μαγειρέψει και τακτοποιήσει το σπίτι. Όλα ήταν στην εντέλεια. Όλα, εκτός απ’ τη ζωή της.
Κοίταξε λίγο έξω απ’ το παράθυρο. Ο ήλιος την τύφλωσε. Αισθάνθηκε την αναπνοή της να κόβεται. Άνοιξε το παράθυρο. Η βουή του κόσμου την συνεπήρε. Κοίταξε το ρολόι. Είχε ακόμα δύο ώρες μέχρι να επιστρέψει ο Κώστας απ’ το Νοσοκομείο. Δεν είχε τίποτε άλλο να να κάνει. Οχτώ χρόνια τώρα, από τότε που είχε παντρευτεί τον Κώστα, έκανε κάθε μέρα τις ίδιες κινήσεις. Ήταν 36 χρόνων, αλλά ένιωθε τουλάχιστον 100. Η ζωή κυλούσε γρήγορα κι αυτή ήταν απλός θεατής. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχε φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Τα όνειρα που είχε για τον εαυτό της ήταν άλλα. Είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική, είχε δουλέψει κάποια χρόνια στον τομέα της, αλλά δεν άντεξε. Παραιτήθηκε, γνώρισε το ίδιο διάστημα τον Κώστα και από εκεί και πέρα η ζωή της μπήκε σ’ έναν ρυθμό που δεν είχε ποτέ φανταστεί. Είχε καταφέρει να την κάνει ν’ αλλάξει την κοσμοθεωρία της. Την είχε κάνει να υιοθετήσει τις απόψεις του σαν δικές της. Χωρίς καν να το καταλάβει, βρέθηκε παντρεμένη, κλεισμένη σ’ ένα σπίτι όλη την ημέρα, περιμένοντας τον άνδρα της να επιστρέψει απ’ τη δουλειά. Την είχε πείσει ότι το να είσαι γιατρός είναι πολύ απαιτητική δουλειά, γι’ αυτό αν ήθελε να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια, έπρεπε να μείνει στο σπίτι. Αυτή τον αγαπούσε πολύ για να φέρει αντιρρήσεις. Έτσι πέταξε όλα τα όνειρά της και αφοσιώθηκε σ’ αυτόν.
Εκείνη τη Δευτέρα όμως, κάτι έσπασε μέσα της. Αισθάνθηκε νεκρή. Εγκλωβισμένη. Κοίταξε για άλλη μια φορά το ρολόι. Ήταν αστείο πόσο αργά περνούσε η ώρα. Αποφάσισε να πάει μια βόλτα. Είχε πολύ καιρό να το κάνει.
Άλλαξε, άφησε ένα σημείωμα ότι θ’ αργούσε λίγο και βγήκε. Πήρε το αμάξι και κατευθύνθηκε προς την παραλία. Ο κρύος αέρας που της χτυπούσε το πρόσωπο της θύμιζε ότι είναι ζωντανή. Είχε ανάγκη να αισθανθεί ζωντανή. Το αμάξι έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, όπως και οι σκέψεις της. Η θάλασσα που έβλεπε καθώς οδηγούσε, της έδινε ελπίδα. Δεν ήξερε ούτε που πήγαινε, ούτε τι ήθελε να κάνει, ούτε τι αισθανόταν.
Ωστόσο, αυτό την έκανε να νιώθει μια ανακούφιση. Της πήρε πολλά χρόνια για να καταλάβει ότι αυτό που ζούσε δεν ήταν αυτό που ήθελε, ούτε που είχε επιλέξει. Αισθανόταν έρμαιο των αποφάσεων και των επιλογών των άλλων. Η οικογένειά της ήταν τρισευτυχισμένη που είχε παντρευτεί γιατρό και είχε φτιάξει επιτέλους τη ζωή της. Που είχε γίνει ένα πιόνι τέλεια εναρμονισμένο στις επιταγές της κοινωνίας. Αυτή όμως... Της πήρε οχτώ ολόκληρα χρόνια για να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ότι τα όνειρά της είχαν εξανεμιστεί.
Ένας απότομος θόρυβος την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της. Την ξύπνησε από το λήθαργο. Είχε ήδη απομακρυνθεί πολύ. Βρισκόταν κάπου κοντά στο Σούνιο. Είχε μπει σ’ ένα δρομάκι που οδηγούσε σ’ αδιέξοδο. Η ώρα είχε περάσει αρκετά. Είχε ξεκινήσει μεσημεράκι και ήταν ήδη απόγευμα. Είχε χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Πρέπει να περιπλανιόταν για πολύ ώρα άσκοπα, χωρίς να ξέρει που πήγαινε. Ίσως να έκανε κύκλους με το αμάξι γύρω απ’ το ίδιο σημείο. Σημασία είχε ότι αυτή τη στιγμή βρισκόταν σ’ ένα αδιέξοδο. Τριγύρω της δεν υπήρχαν σπίτια, ούτε άκουγε τη βουή ενός κεντρικού δρόμου.
Συνειδητοποίησε ότι το αμάξι μπαλάντζαρε, σταμάτησε και είδε ότι την είχε πιάσει λάστιχο, γεγονός που την άφηνε τελείως αδιάφορη. Παράτησε τ’ αμάξι και αποφάσισε να προχωρήσει με τα πόδια. Προχωρώντας, έφτασε σ’ ένα ειδυλλιακό τοπίο. Τριγύρω απλωνόταν η θάλασσα, ενώ ο ουρανός είχε βαφτεί κόκκινος. Υπήρχαν διάσπαρτοι μικροί κόλποι, όπου για να πας έπρεπε να διασχίσεις το βουναλάκι και να κάνεις μια μικρή καταρρίχηση. Κοιτάζοντας τριγύρω, είδε μια εγκαταλελειμμένη βίλα. Ήταν το μοναδικό σημείο που μαρτυρούσε ότι κάποτε υπήρχε ζωή.
Προχώρησε με γοργό βηματισμό προς την παλιά, ξεχασμένη στο χρόνο, βίλα. Κάτι, που δεν ήξερε τι ήταν, την τραβούσε σαν μαγνήτης σ’ αυτό το εξωτερικά εγκαταλελειμμένο κτίριο. Γύρω γύρω υπήρχε φράκτης, ενώ ένας κήπος με μαραμένα λουλούδια την “στόλιζε”. Άνοιξε το πορτάκι, τραβώντας τον σκουριασμένο σύρτη. Ένας μακρόσυρτος ήχος έτριξε μέσα στην ησυχία, προκαλώντας της μια ανησυχία. Το γλυκό απόγευμα έδινε τη θέση του στη μυστηριώδη νύχτα. Ένα απαλό σκούρο χρώμα άρχισε να βάφει τον ουρανό, ενώ το φεγγάρι αχνοφαινόταν.
Μπήκε στον κήπο, χωρίς να πατάει τα μαραμένα λουλούδια και προχώρησε προς το κτίριο. Άρχισε να το περιεργάζεται. Έκανε ένα γύρο και παρατήρησε ότι η υγρασία είχε διαβρώσει την πέτρινη επιφάνειά του, ενώ μια περίεργη μυρωδιά μούχλας αναδιδόταν. Τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά και όλα γύρω μαρτυρούσαν ότι πρέπει να είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ανθρώπινο πόδι είχε πατήσει εκεί. Στη μέση της αυλής δέσποζε ένα μεγάλο άγαλμα που απεικόνιζε μια γυναίκα σκυφτή, να κοιτάει το έδαφος. Πλησιάζοντας πιο κοντά, παρατήρησε ότι ο γλύπτης είχε χαράξει χονδρά δάκρυα στο πρόσωπό της, ενώ στην πλάτη της κουβαλούσε ένα φορτίο. Δεν υπήρχε καμία επιγραφή και έτσι η Μαρία απλώς άγγιξε απαλά το άγαλμα και απομακρύνθηκε.
Έφτασε στην πόρτα. Ήταν μια μεγάλη σιδερένια πόρτα μ’ ένα παλιό χερούλι, απ’ αυτά που χρησιμοποιούσαν για κουδούνι. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να την ανοίξει. Στην αρχή έσπρωξε απαλά, μετά με περισσότερη δύναμη και τελικά βρέθηκε να πέφτει με συνεχόμενες κινήσεις πάνω της. Με τα πολλά άνοιξε απότομα, πετώντας την βίαια κάτω. Σηκώθηκε, σκούπισε τις σκόνες από πάνω της και προσπάθησε να προσαρμοστεί στο σκοτάδι. Η μυρωδιά του παλιού την τύλιξε. Ψηλαφίζοντας ένα τραπεζάκι βρήκε κάτι κεριά. Τα άναψε και κοίταξε γύρω της.
Ένα επιβλητικό σαλόνι έκανε αισθητή την παρουσία του. Στο κέντρο δέσποζε ένας τεράστιος καναπές, ενώ ένας πολυέλαιος κάποτε θα εντυπωσίαζε τους πάντες. Προχωρώντας είδε μία μεγάλη σκάλα. Αποφάσισε ν’ ανέβει. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν φοβόταν καθόλου. Ανέβηκε αργά τα σκαλιά, προσπαθώντας να μην σκοντάψει.
Συνειδητοποίησε ότι στον όροφο αυτό ήταν οι κρεβατοκάμαρες. Άνοιξε τη μεσαία πόρτα. Ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι έπιανε όλο το χώρο. Έκατσε πάνω. Δεν υπήρχαν σεντόνια ή κουβέρτες. Παρόλα αυτά το κρεβάτι έβγαζε μια ζεστασιά και μια θαλπωρή. Το δωμάτιο ήταν ζεστό παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε θέρμανση. Αισθάνθηκε πολύ κουρασμένη και σκέφτηκε ότι δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να κοιμηθεί εκεί. Ξάπλωσε και βυθίστηκε αμέσως σ’ έναν γλυκό ύπνο... (Συνεχίζεται)
Β.Ψ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πληκτρολογήστε το σχόλιο σας...